- σύνθεσις
- σύνθεσις1 agreement
σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες P. 4.168
ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει my good faith fr. 205. 3.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες P. 4.168
ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει my good faith fr. 205. 3.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σύνθεσις — putting together fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέσει — σύνθεσις putting together fem nom/voc/acc dual (attic epic) συνθέσεϊ , σύνθεσις putting together fem dat sg (epic) σύνθεσις putting together fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέσεις — σύνθεσις putting together fem nom/voc pl (attic epic) σύνθεσις putting together fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέσεσι — σύνθεσις putting together fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέσεσιν — σύνθεσις putting together fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέσιος — σύνθεσις putting together fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθεσιν — σύνθεσις putting together fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο … Dictionary of Greek
СИНТЕЗ — (от греч. соединение, сочетание, составление), соединение различных элементов, сторон предмета в единое целое (систему), которое осуществляется как в практич. деятельности, так и в процессе познания. В этом значении С. противоположен… … Философская энциклопедия
ξυνθέσεις — συνθέσεις , σύνθεσις putting together fem nom/voc pl (attic epic) συνθέσεις , σύνθεσις putting together fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
синтез — Через польск. syntezys или непосредственно из лат. synthesis от греч. σύνθεσις составление … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера